πτολεμαϊκός

πτολεμαϊκός
-ή, -ό / πτολεμαϊκός, -ή, -όν, ΝΑ [Πτολεμαῑος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πτολεμαίο Α' ή στη δυναστεία τών Πτολεμαίων τής Αιγύπτου (α. «πτολεμαϊκοί χρόνοι» β. «ὅπλων πτολεμαϊκών τὰ κράτιστα», ΠΔ
γ. «πτολεμαϊκὸν νόμισμα», πάπ.)
νεοελλ.
«πτολεμαϊκό σύστημα»
αστρον. θεωρητικό γεωκεντρικό σύστημα για την περιγραφή τών θέσεων τών φαινομένων κινήσεων τού Ηλίου, τής Σελήνης και τών πλανητών, όπως διατυπώθηκε από τον Αλεξανδρινό αστρονόμο Πτολεμαίο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πτολεμαϊκά» — τα νομίσματα τών Πτολεμαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πτολεμαικός — Πτολεμαϊκός , Πτολεμαικός of Ptolemy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικά — Πτολεμαϊκά , Πτολεμαικός of Ptolemy neut nom/voc/acc pl Πτολεμαϊκά̱ , Πτολεμαικός of Ptolemy fem nom/voc/acc dual Πτολεμαϊκά̱ , Πτολεμαικός of Ptolemy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικῶν — Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy fem gen pl Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικόν — Πτολεμαϊκόν , Πτολεμαικός of Ptolemy masc acc sg Πτολεμαϊκόν , Πτολεμαικός of Ptolemy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαικοῖς — Πτολεμαϊκοῖς , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικοί — Πτολεμαϊκοί , Πτολεμαικός of Ptolemy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικοῦ — Πτολεμαϊκοῦ , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικούς — Πτολεμαϊκούς , Πτολεμαικός of Ptolemy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαικάς — Πτολεμαϊκά̱ς , Πτολεμαικός of Ptolemy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”